τρελοκομείο — το 1. ψυχιατρείο, φρενοκομείο, άσυλο ψυχοπαθών. 2. άνθρωπος τρελός, απερίσκεπτος, ανόητος: Αυτή ντύνεται έτσι, γιατί είναι τρελοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
βουτυροκομείο — το εργαστήριο παρασκευής βουτύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροκόμος (πρβλ. ανθοκομείο, νοσοκομείο, τρελοκομείο κ.ά.). Η λ. βουτυροκομείον μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικολάου Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
δέσιμο — το (Μ δέσιμον) 1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο 2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα 3. συναισθηματικός δεσμός 4. (για γάμο) η ένωση 5. (για… … Dictionary of Greek
τρελάδικο — και παλ. τ. τρελλάδικο, το, Ν τρελοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + κατάλ. άδικο (πρβλ. σκυλ άδικο)] … Dictionary of Greek
τρελάδικο — το τρελοκομείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρενοκομείο — το νοσηλευτικό ίδρυμα για τους φρενοπαθείς, ψυχιατρείο, τρελοκομείο, άσυλο ψυχοπαθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)